Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευνήτης — εὐνήτης, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτας, θηλ. εὐνήτρια (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος … Dictionary of Greek